θυσιαστήριος

θυσιαστήριος
θῠσι-αστήριος, α, ον,
A sacrificial, [ὕμνος] Timae.154.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυσιαστήριος — α, ο (ΑΜ θυσιαστήριος, ία, ον) [θυσιάζω] το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) η Αγία Τράπεζα αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος») …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστηρίων — θυσιαστήριον altar neut gen pl θυσιαστήριος sacrificial fem gen pl θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστήριον — altar neut nom/voc/acc sg θυσιαστήριος sacrificial masc acc sg θυσιαστήριος sacrificial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίοιν — θυσιαστήριον altar neut gen/dat dual θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίοις — θυσιαστήριον altar neut dat pl θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίου — θυσιαστήριον altar neut gen sg θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίωι — θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίῳ — θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστήρια — θυσιαστήριον altar neut nom/voc/acc pl θυσιαστήριος sacrificial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”